σερβιτόρα / ανεξάρτητη παραγωγή
σαν Ρόδο και σαν Αίνιγμα / θέατρο δέντρο
προμηθέας δεσμώτης Ι / θέατρο δέντρο
By Νίκανδρος
σερβιτόρα / ανεξάρτητη παραγωγή
σαν Ρόδο και σαν Αίνιγμα / θέατρο δέντρο
προμηθέας δεσμώτης Ι / θέατρο δέντρο
By Νίκανδρος
#5 #April2022 / christos maos
http://https://youtu.be/VlMIL4vM7xY
#4 #August2018 / elena demetriou
http://https://youtu.be/dQZ1WzElQZU
#3 #November2017 / paraskevi papamiltiadous
#2 #October2017 / niovi charalmbous
#1 #October2017 / savvas menicou
By Νίκανδρος
Η Λευκωσία, η πόλη μου. Η Λευκωσία στο κέντρο της Κύπρου, οι πόλεις γύρω και το σπίτι. Ο χώρος της χώρας. Εκεί που στέκομαι….
νίκανδρος σαββίδης
Nicosia, my town. Nicosia, at the center of the island; its surrounding towns, and the home. Nicosia, capital of the homeland. Where I stand…
nikandros savvides
Μπορείτε να παραγγείλετε τις φωτογραφίες στο τηλέφωνο 99 775105
μέγεθος 20χ25 με άσπρο περιθώριο
τιμή: 20 ευρώ
προλογίζοντας την έκθεση
Σαν παλιά ιστορία κάπως έτσι…πάει βαθιά η ρίζα του Ιεσσαί. Έχει τις ρίζες της στα κακοτράχαλα τα βουνά της Άλωνας. Σε αυτό τον κύκλο των βουνών που οι άνθρωποι που μεγάλωσαν εκεί έχουν κάτι από την καθαρότητα τους, την σκληράδα τους, την μοναξιά τους, την περηφάνια τους. Μαθαίνουν να συνομιλούν με τους ουρανούς. Έτσι ήταν και η γιαγιά του Νίκανδρου, η Αγαθονίκη. Σκληροτράχηλη, καλόκαρδη και σοφή συνάμα. Ήξερε να γλυκαίνει τους καιρούς, να τους καλοπιάνει πρωί και βράδυ ψηλά από το δώμα της να κρολοά τους βρυχηθμούς και τα μυστικά τους, να τους ακουμπά με τα χέρια της πότε φοβερίζοντας , πότε αναθεματίζοντας, και πότε καλωσορίζοντας τους. Ήξερε την αλφαβήτα τους απέξω κι ανακατωτά. Ποιό σύννεφο θα φέρει την βροχή, ποιό βουνό άμα σκοτεινιάσει θα ρίξει χαλάζι, ποιό σημείο του ουρανού άμα φωτίσει θά ‘ναι καλοκαιρία. Ήξερε τους ήχους και τις φωνές των ανέμων, ποιό πουλί φέρνει την άνοιξη ποιό τον Χειμώνα.. Ήξερε να συνομιλεί με την φύση, να την σέβεται σαν ένα αναπόσπαστο κομμάτι της. Δεν είχε βγάλει το δημοτικό σχολείο παρά κάποιες τάξεις του, μα είχε βγάλει το καλύτερο Πανεπιστήμιο στον κόσμο, αυτό που σου δίνει χίλια ντοκτοράτα σε όλους τους τομείς αυτού του να μαθαίνεις την ζωή ζώντας και παρατηρώντας την φύση. Στέρεη γνώση μέσα από το βίωμα. Αληθινή και σίγουρη. Σημείο σταθερό να επιστρέφεις όταν χάνεις τον δρόμο και τον μπούσουλα. Τι να το κάνεις να ξοδεύεις δέκα χρόνια σε σπουδές στα ξένα και να επιστρέφεις στον τόπο σου, να συνομιλείς μαζί της καθισμένη πλάι της στο δώμα αγναντεύοντας πέρα τα βάθη του ορίζοντα μέχρι που φτάνει το μάτι, για να διαπιστώσεις ότι αυτή χωρίς να το κουνήσει από το δώμα της ήξερε πολύ περισσότερα… και να στα λέει με τέτοια ποίηση στα λόγια λες και διάλεγε τις λέξεις μια-μια σαν ποιητής. Κι ήταν ποιητής. Αυτά σκεφτόμουνα κάθε φορά που επέστρεφα και την αντάμωνα ψηλά εκεί στο δώμα της. Η αρχόντισσα των βουνών η κυρά των ανέμων και του ονείρου. Καθισμένη στην ψάθινη χειροποίητη καρέκλα της χιλιομπαλωμένη πότε με το σμιλί στο χέρι, πότε πασπατεύοντας τα μαρούλια της στο δώμα πότε σταματώντας κι αγναντεύοντας σιωπηλή για λίγο κι ύστερα γυρίζοντας μου έλεγε: το είδες αυτό το σύννεφο Ελένη που μοιάζει με άνθρωπο που σου λέει καλημέρα πες του κι εσύ,…ή είδες αυτό το αμύγδαλο θα είναι το πιο γλυκό αμύγδαλο που έχεις φάει. Κάθε μέρα το καλημερίζω και του χαμογελώ μόλις ξυπνήσω, τι νόμισες ότι αυτά δεν είναι πλάσματα του θεού δεν καταλαβαίνουν…δεν νιώθουν; Κι έπειτα άφηνε το βλέμμα της να ακολουθήσει την διαδρομή ενός μυρμηγκιού στο δώμα. Μάντεψε που θα πάει, ρώταγε. Και δεν έπεφτε ποτέ έξω μάντευε πάντα σωστά, γιατί απλά ήξερε. Ήξερε από την ποίηση της καθημερινότητας. Γνώριζε να βγάζει από το τίποτα την ομορφιά της ποίησης και με αυτό χάιδευε τους καιρούς ξορκίζοντας τους. Να χαϊδεύεις τις πληγές σου μου έλεγε, αυτές εν ο δάσκαλος σου….. Κι εμείς καθισμένοι γύρω της, τα οκτώ παιδιά της και εμείς οι άμεσοι γειτόνοι της και αργότερα τα εγγόνια της, ακούγαμε μαγεμένοι. Όλα αυτά μας τα μεταλαμπάδευσε θέλω να πιστεύω σαν τις σταθερές της ζωής μας. Εκεί από όπου επιστρέφουμε για να αντλήσουμε από την πηγή. Για να δούμε καθαρά πως η ομορφιά κατοικεί τα απλά τα χειροπιαστά πως δεν χρειάζεσαι πολλά πράγματα για να είσαι ευτυχισμένος. Αυτά σαν μνημόσυνο στην κυρά των βουνών την γιαγιά του Νίκανδρου και σαν εισαγωγή, ή αν θέλετε σαν το αόρατο νήμα μιας πολύτιμης κληρονομιάς που συνεχίζεται( το ξέρω πολυλόγησα αλλά πιστέψεις με είναι και η ουσία).
Γειτόνοι από πάντα με τον Νίκανδρο Σαββίδη, συνδεδεμένοι με αυτό το αόρατο νήμα της γιαγιάς του. Μια δρασκελιά τόπος. Τον γνωρίζω από τα γεννοφάσκια του. Χάϊδεψα τα κόκκινα μαλλιά του είδα τα πρώτα του δόντια, τα πρώτα του βήματα, πρώτα στα τέσσερα μετά να ορθώνεται και να στέκεται στα δύο. Τον έβλεπα να μεγαλώνει και να διαμορφώνεται. Ήταν πάντα περίεργος με αυτά που συμβαίνανε γύρω του. Του άρεσε να κάθεται με τους μεγάλους και να ακούει προσεχτικά δεν του ξέφευγε λέξη, λες και τις ρουφούσε. Οι τέχνες τον γοήτευαν εξ αρχής, έβρισκε σε αυτές τον δρόμο που αναγνώριζε πως ήταν ο δικός του. Πολυσυνθετικός όπως τις μέλισσες τσιμπάει από λουλούδι σε λουλούδι, τίποτα δεν πάει χαμένο, κάπου κάποτε θα του χρειαστεί. Αρχικά παίζοντας και συνθέτοντας με κομμάτια από υφάσματα που πέταγε η μάνα του, καλλιτέχνης ράφταινα με αργόσυρτους καφέδες, καθώς έκοβε στο μεγάλο τραπέζι εργασίας της. Από το τίποτα αυτός, από αυτά τα πεταγμένα ρετάλια ξαναέφτιαχνε έναν κόσμο δικό του όπως τον ήθελε. Με απλά υλικά , αυτά που είχε μπροστά του. Λίγο αργότερα μπήκε στον κόσμο της μουσικής. Αγόρασε ένα σαξόφωνο και μας ξεκούφαινε καθημερινά, από την μια τα τζιτζίκια από την άλλη ο Νίκανδρος. Του χρησίμευσε γιατί την έβγαλε καθαρή και λούφα στον στρατό καθώς έπαιζε ως μέλος της φιλαρμονικής του στρατού.
Η μεγάλη του αγάπη όμως ήταν το θέατρο. Κι αυτή από μικρός. Δεν μπορώ να ξεχάσω τις υποδοχές που μου κάνανε τα Καλοκαίρια όταν επέστρεφα από το Παρίσι. Αυτός, ο Φίλιππος ο αδερφός του, ο Κωνσταντίνος και η Ειρήνη. Ήταν πέντε χρονών δεν ήτανε. Με το που κατέβαινα από το ταξί και πριν προλάβω καλά -καλά να κατέβω και να πάρω ανάσα, με τραβάγανε από το φουστάνι για να με πάρουνε στον φωταγωγό που χώριζε και συγχρόνως ένωνε το σπίτι του από αυτό της αδερφής μου, κάτι σαν καλά κρυμμένη φωλιά. Το βλέμμα τους ήταν ξαναμμένο, ανυπόμονο. Τους ακολουθούσα και με βάζανε να καθίσω σε μια καρέκλα και να παρακολουθήσω μια θεατρική παράσταση που ετοιμάσανε για την αφεντιά μου λες και κατέφθασε η Πριγκίπισσα του παραμυθιού. Θεέ μου πόσο με συγκινούσε αυτή η άδολη αγάπη τους. Τίποτα δεν αφήνανε στην τύχη, σκηνικό στημένο, καμωμένο με υλικά της καθημερινότητας τους, χειροπιαστά και χειροποίητα. Τα κουστούμια πιο σοφιστικέ είχανε το touch του μέτρ- είμαι σίγουρη ότι σε αυτά έδινε κι ένα χέρι βοήθειας η μάνα του. Και φυσικά με μουσική υπόκρουση! Τσίγκινα μπάνια, κατσαρόλες, αρμόνικες φανφάρα κανονική από χάλκινα. Η φανφάρα του Στροβόλου. Όλα στην εντέλεια, ο Νίκανδρος σαν σκηνοθέτης έδινε τις τελευταίες οδηγίες η παράσταση άρχιζε. Τα είχε όλα: συγκίνηση, ενθουσιασμό, έκπληξη, φαντασία δημιουργικότητα, αθωότητα, ότι πραγματικά αναζητούμε στην ζωή μας. Απλά πράγματα. Αληθινά. Το κοινό ήταν λιγοστό αλλά ήταν παράσταση για έναν. Κι αμέσως μετά επίδειξη χορού, ζεϊμπεκιές, μπάλους, καλαματιανά όλα όσα τους μάθαινα ως πρίμα μπαλαρίνα όταν τους έκανα babysitting και αντί να τους βάλω στο κρεβάτι τους ξενυχτούσα διδάσκοντας τους χορό. Ακολουθούσαν κατά πόδας. Ήθελαν να μου δείξουν ότι δεν ξέχασαν και προόδευσαν. Με όποιον δάσκαλο καθίσεις έτσι γράμματα θα μάθεις δεν λένε. Αυτό ακριβώς. Μπελάς ήτανε. Ο πιο γλυκός μπελάς.
Μετά θέλανε να τους ζωγραφίζω…και την είδανε να ζωγραφίσουν και πάνω στα έργα που θα έκθετα. Με συμπληρώνανε! Στα εγκαίνια των εκθέσεων μου επικρατούσε αναβρασμός, βάζανε τα καλά τους, ερχόντουσαν εν απαρτία. Ο Νίκανδρος έβαζε και παπιγιόν κι μπλεκόντουσαν όλοι τους συνεχώς στα πόδια μου. Αλλά είμαι σίγουρη ότι καταλαβαίνανε τα αφηρημένα έργα μου πιο πολύ από όλους τους υπόλοιπους! Πριν από λίγες μέρες που συναντηθήκαμε για να ξαναδώ τις φωτογραφίες μου είπε πολλές ιστορίες απείρου κάλλους που δεν τις θυμόμουνα θα σας τις πει ο ίδιος. Μου εξομολογήθηκε όμως πως τον επηρέασα. Μεγάλη ευθύνη! Δεν είμαι και το πιο καθώς πρέπει πρότυπο! Μάλλον προς αποφυγήν. Αλλά αν θέλεις να υποφέρεις…Ελπίζω Νίκανδρε να μην το μετανιώσεις που με είχες για πρότυπο και να είμαι για σένα ότι ήταν η γιαγιά σου για μένα ( ένα κομμάτι του νήματος που πήρα από αυτήν κι απλά συνεχίζεται) …ένας τόπος από όπου επιστρέφεις για να να αναπνεύσεις στα δύσκολα καθαρό ατόφιο ουρανό.
Ήταν ένα διαφορετικό παιδί, έκανε περισσότερο παρέα με τους μεγάλους δεν ξεκουνούσε από δίπλα μας. Στους πρωινούς ή στους απογευματινούς καφέδες έφερνε το γλυκό του τραταρίσματος. Σε εμένα έφερνε το μεγαλύτερο. Οι αδυναμίες είναι αδυναμίες. Στις πρόβες φουστανιών που κάναμε στο ραφείο της μάνας του ήταν παρών. Και στην πρόβα νυφικού παρών. Θυμήθηκε που στο βέλος και την κουκούλα σαν της Παναγίας του νυφικού μου, είχα κεντήσει με αστραφτερές χάντρες τον ουρανό με τα άστρα, τον ήλιο το φεγγάρι, το σύμπαν ολόκληρο. Και φυσικά στην εκκλησιά κρατούσε μαζί με την Ειρήνη την λαμπάδα με συγκίνηση και σοβαρότητα σαν φρουρός στο Σύνταγμα. Κι εγώ βγαίνοντας από την εκκλησία στην πόρτα της το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να ανάψω τσιγάρο πριν πετάξω την ανθοδέσμη…καλό πρότυπο! Μια μέρα μου έκλεψε τα τσιγάρα και δοκίμασε να καπνίσει. Πνίγηκε και ευτυχώς δεν ξαναδοκίμασε. Να ένα πρότυπο που κατέρριψε. Αλλά τις φωτιές δεν ξέρω αν τις έσβησε, ποιός σβήνει άλλωστε τις φωτιές; Πυρομανής! Παιδί κυκλοφορούσε με ένα σπιρτόκουτο πάντα στο χέρι, κι άναβε ότι έβρισκε μπροστά του. Η μάνα του τις έκρυβε αλλά αυτός τις έβρισκε…μετά περιορίστηκε να ανάβει το τζάκι ακόμα και μες το Καλοκαίρι.
Έτσι η φωτιά του θεάτρου δεν έσβησε ποτέ. Στην εφηβεία του αποφάσισε να σπουδάσει ηθοποιός. Ερχόταν σπίτι μου και μου ερμήνευε ξανά και ξανά τον ρόλο που είχε επιλέξει. Έτσι μπήκε στην σχολή Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κούν. Αλλά και με την λογοτεχνία είχε αναμμένη μια φωτιά. Έτσι σπούδαζε παράλληλα στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Ιστορία. Του είχα πει να το ολοκληρώσει να μην αφήνει πίσω του κύκλους ανοιχτούς. Βοηθά στο να πας παρακάτω. Αλλά η τέχνη θέλει αφοσίωση, θέλει να της δίνεσαι ολόκληρος ψυχή τε και σώματι και έτσι δεν τελείωσε με την Ιστορία… Εκκρεμεί. Αλλά η επαφή αυτή του χρησίμευσε. Έγραψε τελευταία μερικά σενάρια, και μονολόγους. Τίποτα δεν πάει ποτέ χαμένο, αργά η γρήγορα το μαθαίνουμε κι αυτό. Στην πρώτη του Θεατρική παράσταση επιστρέφοντας πίσω στην Κύπρο ήμουνα παρούσα. Μου εξομολογήθηκε ότι ήταν αγχωμένος εξαιτίας μου. Δεν είμαι μπαμπούλας Νίκανδρε! Σημασία έχει να κάνεις τον άλλο να νιώσει ότι αγαπάς αυτό που κάνεις, να μπορέσεις να ακουμπήσεις τις αισθήσεις του να τον συγκινήσεις να του το μεταδώσεις να τον ενεργοποιήσεις. Τόσο απλό μα τόσο δύσκολο. Τίποτε άλλο. Αυτό είναι το πραγματικό κριτήριο στην τέχνη. Τόσο απλό, όπως η καθημερινότητα μας, αυτά που ακουμπάμε, αυτά που αντικρίζουμε όταν ξυπνάμε ή καθώς προχωρά η μέρα κι έπειτα έρχεται η νύχτα, όλα αυτά που θεωρούμε δεδομένα και δεν τους ρίχνουμε δεύτερη ματιά, αυτά τα τόσο ασήμαντα που προσπερνάμε σκουντουφλώντας πάνω τους απαξιωτικά τις περισσότερες φορές. Αυτά τα παραπεταμένα μιας καθημερινότητας πνιγμένης στην ρουτίνα, αποψιλωμένης κι αποκαρδιωμένης από κάθε ποίηση. Κι έτσι ψάχνουμε την έμπνευση κρεμασμένοι από το ταβάνι ανάποδα όπως λέει κι ο Αριστοφάνης στα μεγάλα τα οράματα τα άπιαστα, στις “μεγάλες ιδέες” στα trenty που συχνά δεν έχουν και νόημα… γιατί απλά θέλουμε να εντυπωσιάσουμε αυτούς που έτσι κι αλλιώς έχουν απονεκρωθεί τόσο μέσα τους που τίποτα δεν μπορεί να τους συγκινήσει ή να τους ταρακουνήσει, είτε μεγάλο είτε μικρό, και μπλέκουμε μέσα σε ατελείωτους λαβυρίνθους μιας ουτοπίας, όπου ο μίτος έχει προ πολλού αποκοπεί από τον ομφάλιο του λώρο, αυτόν της φύσης και το μόνο τέρας που μας περιμένει είναι η κενότητα του άδειου προσώπου μας. Κι όμως αρκεί ένα διαφορετικό βλέμμα για να δεις μία άλλη εικόνα, ένα στοργικό χάδι που νοιάζεται, μια απλή καλημέρα, ένα χαμόγελο όπως έλεγε και η γιαγιά σου για να συγκινήσεις και να ζωντανέψεις ακόμα και βράχο. Αυτό περίμενε καρτερικά αιώνες. Μια καρδιά που να νιώθει, να κτυπά. Γιατί η ποίηση κρύβεται στα απλά αυτά τα καθημερινά. Τα πιο δυνατά έργα , τα πιο δυνατά ποιήματα είναι αυτά που είναι γραμμένα για τα απλά αυτά που είναι δίπλα μας της καθημερινότητας μας. Για έναν απλό λόγο μας αφορούν. Αυτά κρύβουν τα μεγάλα νοήματα.
Και εσύ νομίζω Νίκανδρε τα ακούμπησες με αυτό το βλέμμα. Δεν θα ασχοληθώ κριτικά με τις φωτογραφίες του Νίκανδρου, δεν είμαι κριτικός, ούτε κατά πόσο είναι άρτιες τεχνικά, ούτε αν γωνία λήψης τους είναι ή σωστή, ή αν η σύνθεση είναι ριζοσπαστική, ή αν έχει υπόψιν του τον τάδε διάσημο φωτογράφο, άλλωστε ούτε ο ίδιος νομίζω είχε τέτοια πρόθεση. Εξ άλλου όλες αυτές οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν από το κινητό του ή μια μικρή ντίζιταλ κοινόχρηστη φωτογραφική μηχανή για να αποτυπώσουν την αμεσότητα της ποίησης της καθημερινότητας· παντελώς χειροποίητα, απλοποιημένα κι αποποιημένα του άγχους της τελειότητας. Κάτι σαν το Πόκεμον…μόνο που εδώ δεν κυνηγά έναν υποθετικό θησαυρό και μπόνους αλλά το μόνο μπόνους που στοχεύεται εδώ είναι η επικοινωνία, ένας πραγματικός θησαυρός. Η πρόθεση του είναι πρόδηλη και ειλικρινής. Να επικοινωνήσει τον τρόπο που βλέπει. Αυτό μου δήλωσε πρίν από λίγες μέρες: “επικοινώνησα εκείνο που βλέπω με το συναίσθημα”. “Εκεί που στέκομαι”. Κι είδε πολλά από εκεί που στέκεται. Μια στάση εκεί μια στάση παραπέρα, μια Παρα- στάση, μια άλλη δια-στάση, μια κατα-στάση, μια ανά- στάση…μια επανα- στάση. Αυτό είναι το ζήτημα να σταθούμε διαφορετικά απέναντι στην ζωή και στην φύση για να μας φανερώσει τις πραγματικές ομορφιές της. ” Το μικρό αγόρι που περπατά στην Σελήνη” που δεν είναι παρά ένα αγοράκι στην Ακτή του Κυβερνήτη, ή η ανάποδη Ανατολή, ή μια ” εκδρομή για σαλιγκάρια”, ” επόμενη στάση” μια μαρουδίτσα καβάλα στο κέλυφος ενός σαλιγκαριού… ένα χάδι της ζωής για να δούμε επιτέλους την πραγματική ζωή που μας διαφεύγει κι όμως είναι χειροπιαστή, περπατά καθημερινά δίπλα μας. Αυτό σας προτείνω, να τις δείτε με τα καθημερινά σας μάτια όχι σαν ειδήμονες αλλά με τα μάτια του παιδιού που εκπλήσσεται καθημερινά σχεδόν από το τίποτα… Όλα τα άλλα είναι φλυαρίες και παραφιλολογίες για να περνά η ώρα.
Κάπου άκουσα τελευταία ότι η αγάπη αρχίζει με την επικοινωνία. Αυτό επιδιώκει ο Νίκανδρος μέσα από την ποίηση της καθημερινότητας, που δεν ψάχνει την έμπνευση στα δύσκολα αλλά στα απλά, γιατί αυτά είναι τα δύσκολα κι όποιος το καταφέρει αντικρίζει πάντα καθαρούς ουρανούς. ….
” Γιατί δεν ήταν ποιητές το χώμα που πατούν να προσκυνούνε” Αυτό το τόσο απλό που λέει ο ποιητής, πως η ζωή είναι ένα χάδι, ένα άλλο βλέμμα, αυτό το τόσο αληθινό είχε καταλάβει η Αγαθονίκη η γιαγιά του Νίκανδρου.
Λευκωσία, 10 Σεπτεμβρίου 2016
Ελένη Νικοδήμου
διαβάστε εδώ συνεντεύξεις για την έκθεση
By Νίκανδρος
By Νίκανδρος